Δείτε επίσης: γάβρος, Γάβρος, γαύρος, γαῦρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γάββρος οι γάββροι
      γενική του γάββρου των γάββρων
    αιτιατική τον γάββρο τους γάββρους
     κλητική γάββρε γάββροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
γάββρος

  Ετυμολογία επεξεργασία

γάββρος < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική gabbro < ιταλική gabbro < λατινική glaber (λείος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰladʰros

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɣa.vɾos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γάββρος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία