γάββρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γάββρος | οι | γάββροι |
γενική | του | γάββρου | των | γάββρων |
αιτιατική | τον | γάββρο | τους | γάββρους |
κλητική | γάββρε | γάββροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γάββρος < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική gabbro < ιταλική gabbro < λατινική glaber (λείος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰladʰros
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγάββρος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- γάββρος στη Βικιπαίδεια