Δείτε επίσης: γαῦρος, γάβρος, γάββρος, Γάβρος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαύρος οι γαύροι
      γενική του γαύρου των γαύρων
    αιτιατική τον γαύρο τους γαύρους
     κλητική γαύρε γαύροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Το ψάρι γαύρος.
 
Γαύρος μαρινάτος.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαύρος < πιθανόν, τύπος *γραυρος με ανομοιωτική αποβολή του [ɾ] < *γλαύρος με αφομοίωση [l] - [ɾ] > [ɾ] - [ɾ] < μεσαιωνική ελληνική ἔγγραυλος (σαρδέλα) με αντιμετάθεση [ɾ] - [l] > [l] - [ɾ] και σίγηση του αρχικού φωνήεντος < ελληνιστική κοινή ἐγγραυλίς < άγνωστης ετυμολογίας. [1] [2] Δε σχετίζεται το αρχαίο γαῦρος (αλαζόνας). Διαφορετικής ετυμολογίας το δέντρο γάβρος < γράβος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɣa.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαύ‐ρος
ομόηχο: γάβρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαύρος αρσενικό

  1. (ψάρι) μικρό ψάρι με επιστημονική ονομασία Engraulis encrasicholus
     συνώνυμα: χαμψί, χαψί
  2. (αθλητισμός, αργκό) οπαδός ή φίλαθλος του Ολυμπιακού

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. γαύρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. «γάβρος και γαύρος» - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.