χαψί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαψί | τα | χαψιά |
γενική | του | χαψιού | των | χαψιών |
αιτιατική | το | χαψί | τα | χαψιά |
κλητική | χαψί | χαψιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαψί < χαψιά (θηλυκό, μπουκιά) με μεταπλασμό σε ουδέτερο < ρήμα χάφτω < αρχαία ελληνική κάπτω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xaˈpsi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ψί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαψί ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .