χαμψί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαμψί | τα | χαμψιά |
γενική | του | χαμψιού | των | χαμψιών |
αιτιατική | το | χαμψί | τα | χαμψιά |
κλητική | χαμψί | χαμψιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαμψί < χαψί • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xamˈpsi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαμ‐ψί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαμψί ουδέτερο
- (ψάρι, δημοτική)[1] άλλη μορφή του χαψί
- ※ Τώρα τον Οχτώβρη και Νοέμβρη πηγαίνουν τη νύχτα και ψαρεύουν με δίχτυα μακρότατα την παλαμίδα και το χαμψί (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Άπαντα, τόμος 4, 1973, σελ. 211)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαμψί
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .