Ετυμολογία

επεξεργασία
hamsi < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική χαμψί[1] (ποντιακή χαμσί) [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /hɑmˈsi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hamsi (tr)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «χα(μ)ψί» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. hamsi - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν