serpentine
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία en
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/ˈsəːp(ə)ntʌɪn/
Επίθετο
επεξεργασίαserpentine
- αυτός που μοιάζει με ερπετό
Συνώνυμα
επεξεργασίαπου τυλίγεται και συστρέφεται σαν φίδι
επεξεργασία- winding
- windy
- zigzag
- zigzagging
- twisting
- twisty
- turning
- meandering
- curving
- sinuous
- snaking
- snaky
- tortuous
- anfractuous
- flexuous
- meandrous
- serpentiform
περίπλοκος, πανούργος ή ύπουλος
επεξεργασία- complicated
- intricate
- complex
- involved
- tortuous
- convoluted
- tangled
- elaborate
- knotty
- confusing
- bewildering
- baffling
- inextricable
- entangled
- impenetrable
- Byzantine
- Daedalian
- Gordian
- involute
- involuted