inextricable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
inextricable (en)
- άρρηκτος, αξεδιάλυτος, που είναι αδύνατον να λυθεί
Συγγενικά επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
inextricable (fr)
inextricable (en)
inextricable (fr)