ερπετοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ερπετοειδής | η | ερπετοειδής | το | ερπετοειδές |
γενική | του | ερπετοειδούς* | της | ερπετοειδούς | του | ερπετοειδούς |
αιτιατική | τον | ερπετοειδή | την | ερπετοειδή | το | ερπετοειδές |
κλητική | ερπετοειδή(ς) | ερπετοειδής | ερπετοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ερπετοειδείς | οι | ερπετοειδείς | τα | ερπετοειδή |
γενική | των | ερπετοειδών | των | ερπετοειδών | των | ερπετοειδών |
αιτιατική | τους | ερπετοειδείς | τις | ερπετοειδείς | τα | ερπετοειδή |
κλητική | ερπετοειδείς | ερπετοειδείς | ερπετοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία el
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαερπετοειδής αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- αυτός που μοιάζει με ερπετό