προσκυνητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσκυνητής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή προσκυνητής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.sci.niˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σκυ‐νη‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσκυνητής αρσενικό (θηλυκό προσκυνήτρια ή προσκυνήτρα λαϊκότερο)
- (θρησκεία) ο πιστός που μεταβαίνει σε έναν ιερό τόπο για ιερό προσκύνημα
- (ψάρι) είδος μεγάλου πλαγκτονοφάγου καρχαρία, με χαρακτηριστικό στόμα που μπορεί να ανοίξει σε μεγάλες διαστάσεις
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προσκυνώ και προσκύνημα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ο πιστός που μεταβαίνει σε έναν ιερό τόπο
|
είδος καρχαρία
Πηγές
επεξεργασία- προσκυνητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσκυνητής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- προσκυνητής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)