↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσκύνημα τα προσκυνήματα
      γενική του προσκυνήματος των προσκυνημάτων
    αιτιατική το προσκύνημα τα προσκυνήματα
     κλητική προσκύνημα προσκυνήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσκύνημα < ελληνιστική προσκύνημα < προσκυνῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾoˈsci.ni.ma/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσκύνημα ουδέτερο

⮡  χιλιάδες πιστοί συρρέουν κάθε χρόνο στο προσκύνημα της Παναγίας της Τήνου
⮡  οι πιστοί θα επισκεφθούν το ιερό προσκύνημα
 συνώνυμα: χατζηλίκι
 συνώνυμα: υπόκλιση, υποταγή
⮡  έκανε προσκύνημα εκεί όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία