Ετυμολογία

επεξεργασία
pèlerinage < → δείτε τις λέξεις pèlerin και -age

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɛl.ʁi.naʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pèlerinage pèlerinages

pèlerinage (fr) αρσενικό

  1. το προσκύνημαεπίσκεψη)
    aller en pèlerinage / faire un pèlerinage - κάνω προσκύνημα
  2. το προσκύνημα (ο τόπος)
  3. το προσκύνημα (ταξίδι σε τόπο με τον οποίο συνδέεται κάποιος συναισθηματικά)
    "Années de pèlerinage" «Χρόνια Προσκυνήματος» (σπονδυλωτό έργο για πιάνο του Franz Liszt)

Συγγενικά

επεξεργασία