προσκυνημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπροσκυνημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προσκυνάω / προσκυνώ
Μετοχή
επεξεργασίαπροσκυνημένος, -η, -ο
- που δεν αντιστάθηκε, αλλά υποτάχθηκε
- (μεταφορικά) που συνεχώς συμβιβάζεται, ανέχεται την εξουσία
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσκυνημένος
|
Πηγές
επεξεργασία- προσκυνώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας