προσκυνάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσκυνάω < προσκυν(ώ) + νεότερη ανάπτυξη κατάληξης -άω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.sciˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σκυ‐νά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαπροσκυνάω/προσκυνώ, αόρ.: προσκύνησα, μτχ.π.π.: προσκυνημένος (χωρίς παθητική φωνή)
- γονατίζω μπροστά σε εικόνα φιλώντας την ως ένδειξη πίστης
- (ιστορία)
- υποκλίνομαι, φιλώντας τα χέρια ή τα πόδια κάποιου, ως ένδειξη υποταγής
- (κατ’ επέκταση μειωτικό) συμπεριφέρομαι ως υποτακτικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΚαι παθητική μετοχή: προσκυνημένος: είμαι προσκυνημένος
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσκυνάω - προσκυνώ | προσκυνούσα - προσκύναγα | θα προσκυνάω - προσκυνώ | να προσκυνάω - προσκυνώ | προσκυνώντας | |
β' ενικ. | προσκυνάς | προσκυνούσες - προσκύναγες | θα προσκυνάς | να προσκυνάς | προσκύνα - προσκύναγε | |
γ' ενικ. | προσκυνάει - προσκυνά | προσκυνούσε - προσκύναγε | θα προσκυνάει - προσκυνά | να προσκυνάει - προσκυνά | ||
α' πληθ. | προσκυνάμε - προσκυνούμε | προσκυνούσαμε - προσκυνάγαμε | θα προσκυνάμε - προσκυνούμε | να προσκυνάμε - προσκυνούμε | ||
β' πληθ. | προσκυνάτε | προσκυνούσατε - προσκυνάγατε | θα προσκυνάτε | να προσκυνάτε | προσκυνάτε | |
γ' πληθ. | προσκυνάν(ε) - προσκυνούν(ε) | προσκυνούσαν(ε) - προσκύναγαν - προσκυνάγανε | θα προσκυνάν(ε) - προσκυνούν(ε) | να προσκυνάν(ε) - προσκυνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσκύνησα | θα προσκυνήσω | να προσκυνήσω | προσκυνήσει | ||
β' ενικ. | προσκύνησες | θα προσκυνήσεις | να προσκυνήσεις | προσκύνα - προσκύνησε | ||
γ' ενικ. | προσκύνησε | θα προσκυνήσει | να προσκυνήσει | |||
α' πληθ. | προσκυνήσαμε | θα προσκυνήσουμε | να προσκυνήσουμε | |||
β' πληθ. | προσκυνήσατε | θα προσκυνήσετε | να προσκυνήσετε | προσκυνήστε | ||
γ' πληθ. | προσκύνησαν προσκυνήσαν(ε) |
θα προσκυνήσουν(ε) | να προσκυνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσκυνήσει | είχα προσκυνήσει | θα έχω προσκυνήσει | να έχω προσκυνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσκυνήσει | είχες προσκυνήσει | θα έχεις προσκυνήσει | να έχεις προσκυνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσκυνήσει | είχε προσκυνήσει | θα έχει προσκυνήσει | να έχει προσκυνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσκυνήσει | είχαμε προσκυνήσει | θα έχουμε προσκυνήσει | να έχουμε προσκυνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσκυνήσει | είχατε προσκυνήσει | θα έχετε προσκυνήσει | να έχετε προσκυνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσκυνήσει | είχαν προσκυνήσει | θα έχουν προσκυνήσει | να έχουν προσκυνήσει |
|