Δείτε επίσης: προσκυνῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσκυνάω < προσκυν(ώ) + νεότερη ανάπτυξη κατάληξης -άω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.sciˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σκυ‐νά‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

προσκυνάω/προσκυνώ, αόρ.: προσκύνησα, μτχ.π.π.: προσκυνημένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. γονατίζω μπροστά σε εικόνα φιλώντας την ως ένδειξη πίστης
  2. (ιστορία)
    1. υποκλίνομαι, φιλώντας τα χέρια ή τα πόδια κάποιου, ως ένδειξη υποταγής
    2. (κατ’ επέκταση μειωτικό) συμπεριφέρομαι ως υποτακτικός

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Και παθητική μετοχή: προσκυνημένος: είμαι προσκυνημένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία