prostrate
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- prostrate < λατινική prostratus < prosterno < pro + sterno < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *sterh₃-
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɹɒstɹeɪt/
ΡήμαΕπεξεργασία
prostrate (en)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
prostrate (en)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- prostrate with: είμαι εξουθενωμένος από...