μπρούμυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμπρούμυτος, -η, -ο
- με το μπροστινό μέρος του σώματός του προς το έδαφος, προς τα κάτω
- Ο Mακρέι, που είχε χάσει την ισορροπία του και έπεφτε μπρούμυτος στο παρκέ, νόμιζε ότι το λέι-απ ήταν αστοχο και τραβούσε τα μαλλιά που δεν έχει! (*)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπρούμυτα