Ετυμολογία

επεξεργασία
σωριάζω < σωρός + -ιάζω

σωριάζω (παθητική φωνή: σωριάζομαι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία