↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσκυνισμός οι προσκυνισμοί
      γενική του προσκυνισμού των προσκυνισμών
    αιτιατική τον προσκυνισμό τους προσκυνισμούς
     κλητική προσκυνισμέ προσκυνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσκυνισμός < προσκυν(άω) + -ισμός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pro.sci.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σκυ‐νι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσκυνισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • προσκυνισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)