προσκυνισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσκυνισμός < προσκυν(άω) + -ισμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pro.sci.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σκυ‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσκυνισμός αρσενικό
- (λογοτεχνικό) η ενέργεια του προσκυνώ
- ※ Καταργώντας την ημέρα και ασχολούμενοι με τα βιοτικά τους μόνο μετά το πέσιμο της νύχτας, αλλά και εξοντώνοντας όλα τα σκυλιά του νησιού, κατορθώνουν να στεριώσουν την εντύπωση ότι το νησί ήταν παντέρημο και να αποφύγουν έτσι τον προσκυνισμό στους Τούρκους και τις επιδρομές του Μπαρμπαρόσσα.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προσκυνάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσκυνισμός
→ δείτε τη λέξη προσκύνημα |
Πηγές
επεξεργασία- προσκυνισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)