Δείτε επίσης: ἀσπασμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασπασμός οι ασπασμοί
      γενική του ασπασμού των ασπασμών
    αιτιατική τον ασπασμό τους ασπασμούς
     κλητική ασπασμέ ασπασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασπασμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσπασμός (φιλικός χαιρετισμός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.spaˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σπα‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασπασμός αρσενικό

  1. εγκάρδιος] χαιρετισμός, με φίλημα
    εκφράσεις: ο τελευταίος ασπασμός, δεύτε τελευταίον ασπασμόν
  2. (παρωχημένο, ιδίως στον πληθυντικό: ασπασμοί) χαιρετισμός, χαιρετίσματα
    ⮡  Τους ασπασμούς μου στην αγαπητή μητέρα σας!

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ασπάζομαι και σπάω / σπάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία