Δείτε επίσης: ἀσπασμοί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.spaˈzmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σπα‐σμοί

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ασπασμοί αρσενικό