σαπουνάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαπουνάς < σαπούν(ι) + -άς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαπουνάς αρσενικό
- (επάγγελμα) ο σαπωνοποιός
- (επάγγελμα) αυτός που πουλάει σαπούνια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαπουνάς
→ δείτε τη λέξη σαπωνοποιός |