ποιηθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.iˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποι‐η‐θείς
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ποιηθείς & ποιηθέντας |
η | ποιηθείσα | το | ποιηθέν |
γενική | του | ποιηθέντος & ποιηθέντα |
της | ποιηθείσας & ποιηθείσης* |
του | ποιηθέντος |
αιτιατική | τον | ποιηθέντα | την | ποιηθείσα | το | ποιηθέν |
κλητική | ποιηθείς & ποιηθέντα |
ποιηθείσα | ποιηθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ποιηθέντες | οι | ποιηθείσες | τα | ποιηθέντα |
γενική | των | ποιηθέντων | των | ποιηθεισών | των | ποιηθέντων |
αιτιατική | τους | ποιηθέντες | τις | ποιηθείσες | τα | ποιηθέντα |
κλητική | ποιηθέντες | ποιηθείσες | ποιηθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- ποιηθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποιηθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος ποιέω / ποιῶ
Μετοχή
επεξεργασίαποιηθείς, -είσα, -έν
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- ποιηθείς: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαποιηθείς
- β΄ πρόσωπο ενικού εξαρτημένου τύπου (ποιηθώ) παθητικής φωνής του ποιώ
- παλιότερη γραφή: ποιηθεῖς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαποιηθείς, -εῖσα, -έν
- μετοχή παθητικού αορίστου (ἐποιήθην) του ρήματος ποιέω, ποιῶ