Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλουμιστός η πλουμιστή το πλουμιστό
      γενική του πλουμιστού της πλουμιστής του πλουμιστού
    αιτιατική τον πλουμιστό την πλουμιστή το πλουμιστό
     κλητική πλουμιστέ πλουμιστή πλουμιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλουμιστοί οι πλουμιστές τα πλουμιστά
      γενική των πλουμιστών των πλουμιστών των πλουμιστών
    αιτιατική τους πλουμιστούς τις πλουμιστές τα πλουμιστά
     κλητική πλουμιστοί πλουμιστές πλουμιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλουμιστός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πλουμιστός[1] < πλουμίζω, πλουμισ- + -τός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /plu.miˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλου‐μι‐στός

  Επίθετο επεξεργασία

πλουμιστός, -ή, -ό

  1. (λαϊκότροπο) στολισμένος, διακοσμημένος με ζωγραφιές ή κεντήματα
  2. (λαϊκότροπο) πολύχρωμος

Ταυτόσημο επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πλουμί

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

ή → δείτε τη λέξη στολισμένος

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλουμιστός < πλουμίζω, πλουμισ- + -τός

  Επίθετο επεξεργασία

πλουμιστός

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • πλουμμιστός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία