πλουμιστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλουμιστός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πλουμιστός[1] < πλουμίζω, πλουμισ- + -τός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /plu.miˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλου‐μι‐στός
Επίθετο επεξεργασία
πλουμιστός, -ή, -ό
Ταυτόσημο επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πλουμί
Σύνθετα επεξεργασία
- ασημοπλούμιστος
- ολοπλούμιστος
- χρυσοπλούμιστος
- χρυσοπλουμιστός
- λήγουν σε -πλουμιστος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ή → δείτε τη λέξη στολισμένος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πλουμιστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πλουμιστός
Άλλες γραφές επεξεργασία
- πλουμμιστός
Άλλες μορφές επεξεργασία
- πλουμοῦσα (θηλυκό)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πλουμίον
Πηγές επεξεργασία
- σελ.434 Τόμος 16 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.