πλουμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /plu.miˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλου‐μι‐σμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαπλουμισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πλουμίζω
Σύνθετα
επεξεργασία- ομορφοπλουμισμένος
- περιπλουμισμένος
- χρυσοπλουμισμένος
- Όροι με πλουμισμένος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλουμισμένος
|