↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσοπλουμισμένος η χρυσοπλουμισμένη το χρυσοπλουμισμένο
      γενική του χρυσοπλουμισμένου της χρυσοπλουμισμένης του χρυσοπλουμισμένου
    αιτιατική τον χρυσοπλουμισμένο τη χρυσοπλουμισμένη το χρυσοπλουμισμένο
     κλητική χρυσοπλουμισμένε χρυσοπλουμισμένη χρυσοπλουμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσοπλουμισμένοι οι χρυσοπλουμισμένες τα χρυσοπλουμισμένα
      γενική των χρυσοπλουμισμένων των χρυσοπλουμισμένων των χρυσοπλουμισμένων
    αιτιατική τους χρυσοπλουμισμένους τις χρυσοπλουμισμένες τα χρυσοπλουμισμένα
     κλητική χρυσοπλουμισμένοι χρυσοπλουμισμένες χρυσοπλουμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσοπλουμισμένος: Μορφολογικά, χρυσο- + πλουμισμένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xɾi.so.plu.miˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυ‐σο‐πλου‐μι‐σμέ‐νος

χρυσοπλουμισμένος, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία