απλούμιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απλούμιστος < μεσαιωνική ελληνική απλούμιστος < α- + πλουμίζω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
απλούμιστος, -η, -ο
- που δεν έχει πλουμιστεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πλουμί
Μεταφράσεις επεξεργασία
απλούμιστος
|