πλουμί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλουμί | τα | πλουμιά |
γενική | του | πλουμιού | των | πλουμιών |
αιτιατική | το | πλουμί | τα | πλουμιά |
κλητική | πλουμί | πλουμιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλουμί < μεσαιωνική ελληνική πλουμίον < ελληνιστική κοινή πλοῦμον < λατινική pluma
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pluˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλου‐μί
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλουμί ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) κεντητό ή ζωγραφιστό διακοσμητικό σχέδιο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αγγελοπλουμισμένος
- απλούμιστος
- ασημοκαρφοπλούμιστος
- ασημοπλουμιστός
- αστροπλούμιστος
- πλουμίζω
- πλούμισμα
- πλουμιστός