πλούμισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλούμισμα < μεσαιωνική ελληνική πλούμισμα < πλουμίζω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλούμισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλουμίζω
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πλουμί
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλούμισμα
|