πλουμιστά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /plu.miˈsta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλου‐μι‐στά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πλουμιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πλουμιστό) του πλουμιστός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πλουμιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πλουμιστόν) του πλουμιστός