↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλησίστιος η πλησίστια το πλησίστιο
      γενική του πλησίστιου της πλησίστιας του πλησίστιου
    αιτιατική τον πλησίστιο την πλησίστια το πλησίστιο
     κλητική πλησίστιε πλησίστια πλησίστιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλησίστιοι οι πλησίστιες τα πλησίστια
      γενική των πλησίστιων των πλησίστιων των πλησίστιων
    αιτιατική τους πλησίστιους τις πλησίστιες τα πλησίστια
     κλητική πλησίστιοι πλησίστιες πλησίστια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλησίστιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλησίστιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pliˈsi.sti.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλη‐σί‐στι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

πλησίστιος, -α, -ο

  1. (για ιστιοφόρο καράβι) που έχει φουσκωμένα τα πανιά
  2. (μεταφορικά) που κατευθύνεται ολοταχώς προς κάποια κατεύθυνση
    → δείτε τη λέξη  φουριόζος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πλησίστιος τὸ πλησίστιον
      γενική τοῦ/τῆς πλησιστίου τοῦ πλησιστίου
      δοτική τῷ/τῇ πλησιστί τῷ πλησιστί
    αιτιατική τὸν/τὴν πλησίστιον τὸ πλησίστιον
     κλητική ! πλησίστιε πλησίστιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πλησίστιοι τὰ πλησίστι
      γενική τῶν πλησιστίων τῶν πλησιστίων
      δοτική τοῖς/ταῖς πλησιστίοις τοῖς πλησιστίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πλησιστίους τὰ πλησίστι
     κλητική ! πλησίστιοι πλησίστι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πλησιστίω τὼ πλησιστίω
      γεν-δοτ τοῖν πλησιστίοιν τοῖν πλησιστίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές


ζητούμενο λήμμα


Συγγενικά

επεξεργασία