πλησίστιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλησίστιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλησίστιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pliˈsi.sti.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλη‐σί‐στι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαπλησίστιος, -α, -ο
- (για ιστιοφόρο καράβι) που έχει φουσκωμένα τα πανιά
- (μεταφορικά) που κατευθύνεται ολοταχώς προς κάποια κατεύθυνση
- → δείτε τη λέξη φουριόζος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλησίστιος
|
Πηγές
επεξεργασία- πλησίστιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλησίστιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πλησίστιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλησίστιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.