Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεντηκόντορος οι πεντηκόντοροι
      γενική της πεντηκοντόρου των πεντηκοντόρων
    αιτιατική την πεντηκόντορο τις πεντηκοντόρους
     κλητική πεντηκόντορε
(πεντηκόντορο)
πεντηκόντοροι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μοντέλο πεντηκοντόρου του 5ου αιώνα π.Κ.Ε. σε μουσείο

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντηκόντορος < αρχαία ελληνική πεντηκόντορος < πεντήκοντα + ἐρέσσω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pen.diˈkon.do.ros/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ντη‐κό‐ντο‐ρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεντηκόντορος θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πεντηκόντορος αἱ πεντηκόντοροι
      γενική τῆς πεντηκοντόρου τῶν πεντηκοντόρων
      δοτική τῇ πεντηκοντόρ ταῖς πεντηκοντόροις
    αιτιατική τὴν πεντηκόντορον τὰς πεντηκοντόρους
     κλητική ! πεντηκόντορε πεντηκόντοροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεντηκοντόρω
γεν-δοτ τοῖν  πεντηκοντόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντηκόντορος < πεντήκοντα + ἐρέσσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεντηκόντορος θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία