παρηκμασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παρηκμασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου παρακμάζω
Μετοχή
επεξεργασία
παρηκμασμένος, -η, -ο
- που έχει παρακμάσει, έχει αρχίσει με τη μεταφορική έννοια να αποσυντίθεται, που παρουσιάζει σημεία παρακμής
- Η παρηκμασμένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία