Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρακμασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παρακμασμέν
ος
η
παρακμασμέν
η
το
παρακμασμέν
ο
γενική
του
παρακμασμέν
ου
της
παρακμασμέν
ης
του
παρακμασμέν
ου
αιτιατική
τον
παρακμασμέν
ο
την
παρακμασμέν
η
το
παρακμασμέν
ο
κλητική
παρακμασμέν
ε
παρακμασμέν
η
παρακμασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παρακμασμέν
οι
οι
παρακμασμέν
ες
τα
παρακμασμέν
α
γενική
των
παρακμασμέν
ων
των
παρακμασμέν
ων
των
παρακμασμέν
ων
αιτιατική
τους
παρακμασμέν
ους
τις
παρακμασμέν
ες
τα
παρακμασμέν
α
κλητική
παρακμασμέν
οι
παρακμασμέν
ες
παρακμασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
παρακμασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
παρακμάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
παρηκμασμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρακμασμένος