↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακελευσματικός η παρακελευσματική το παρακελευσματικό
      γενική του παρακελευσματικού της παρακελευσματικής του παρακελευσματικού
    αιτιατική τον παρακελευσματικό την παρακελευσματική το παρακελευσματικό
     κλητική παρακελευσματικέ παρακελευσματική παρακελευσματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακελευσματικοί οι παρακελευσματικές τα παρακελευσματικά
      γενική των παρακελευσματικών των παρακελευσματικών των παρακελευσματικών
    αιτιατική τους παρακελευσματικούς τις παρακελευσματικές τα παρακελευσματικά
     κλητική παρακελευσματικοί παρακελευσματικές παρακελευσματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρακελευσματικός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική παρακελευσματικός [1] < αρχαία ελληνική παρακέλευσμα, παρακελευσματ- + -ικός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < παρακελεύω < παρα- + κελεύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.ce.lev.sma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐κε‐λευ‐σμα‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

παρακελευσματικός, -ή, -ό

  1. (λόγιο)που προτρέπει, που παροτρύνει, που παρακινεί
  2. (γραμματική) [2]
    1. (αρχαία ελληνικά) προτάσεις παρακελευσματικές που εκφέρονται με υποτακτική
      ⮡  παράδειγμα: «τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»
    2. (νέα ελληνικά) παρακελευσματικά μόρια, όπως να, να μη, ας, άιντε, για να, που εισάγουν παρακελευσματικές προτάσεις
      ⮡  παράδειγμα: «ας πηγαίνουμε τώρα», «άντε να δω αν θα τα καταφέρεις»

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .



  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρακελευσματικός < αρχαία ελληνική παρακέλευσμα, παρακελευσματ- + -ικός στον Ευστάθιο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < παρακελεύω < παρα- + κελεύω

  Επίθετο

επεξεργασία

παρακελευσματικός

Παράγωγα

επεξεργασία