παρακελευσματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρακελευσματικός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική παρακελευσματικός [1] < αρχαία ελληνική παρακέλευσμα, παρακελευσματ- + -ικός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < παρακελεύω < παρα- + κελεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ce.lev.sma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κε‐λευ‐σμα‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαπαρακελευσματικός, -ή, -ό
- (λόγιο)που προτρέπει, που παροτρύνει, που παρακινεί
- (γραμματική) [2]
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρακελευσματικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρακελευσματικός < αρχαία ελληνική παρακέλευσμα, παρακελευσματ- + -ικός στον Ευστάθιο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < παρακελεύω < παρα- + κελεύω
Επίθετο
επεξεργασίαπαρακελευσματικός
Παράγωγα
επεξεργασία- παρακελευσματικῶς (επίρρημα)
Πηγές
επεξεργασία- παρακελευσματικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .