Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυριστικός η μυριστική το μυριστικό
      γενική του μυριστικού της μυριστικής του μυριστικού
    αιτιατική τον μυριστικό τη μυριστική το μυριστικό
     κλητική μυριστικέ μυριστική μυριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυριστικοί οι μυριστικές τα μυριστικά
      γενική των μυριστικών των μυριστικών των μυριστικών
    αιτιατική τους μυριστικούς τις μυριστικές τα μυριστικά
     κλητική μυριστικοί μυριστικές μυριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυριστικός < μυρίζω

  Επίθετο επεξεργασία

μυριστικός, -ή, -ό

  1. που αναδίδει μια ευχάριστη μυρωδιά
    μυριστικό οξύ
     συνώνυμα: αρωματικός, εύοσμος, ευώδης, ευωδιαστός, μοσχομυριστός, μυρωδάτος
     αντώνυμα: δύσοσμος, δυσώδης, κάκοσμος
  2. τα μυριστικά: τα προϊόντα φυτικής προέλευσης που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική για να δώσουν ευχάριστη γεύση ή οσμή
    συνταγές με μυριστικά
     συνώνυμα: καρυκεύματα, μπαχαρικά, μυρωδικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία