εύοσμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εύοσμος | η | εύοσμη | το | εύοσμο |
γενική | του | εύοσμου | της | εύοσμης | του | εύοσμου |
αιτιατική | τον | εύοσμο | την | εύοσμη | το | εύοσμο |
κλητική | εύοσμε | εύοσμη | εύοσμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εύοσμοι | οι | εύοσμες | τα | εύοσμα |
γενική | των | εύοσμων | των | εύοσμων | των | εύοσμων |
αιτιατική | τους | εύοσμους | τις | εύοσμες | τα | εύοσμα |
κλητική | εύοσμοι | εύοσμες | εύοσμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εύοσμος < αρχαία ελληνική εὔοσμος
Επίθετο
επεξεργασίαεύοσμος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εύοσμος
|