μνημόσυνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μνημόσυνο < ελληνιστική κοινή μνημόσυνον (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μνημόσυνον < μνημοσύνη < μνήμη < μνάομαι / μνῶμαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mni.ˈmo.si.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μνη‐μό‐συ‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμνημόσυνο ουδέτερο
- (θρησκεία) εκκλησιαστική ακολουθία ενθύμησης, μνήμης και ανάπαυσης της ψυχής ενός τεθνεώτος
- (κατ’ επέκταση) τιμητική εκδήλωση στη μνήμη ενός σπουδαίου προσώπου
- (θρησκεία) λειτουργική ευχή, που εκφωνεί ο λειτουργός κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, αναφέροντας το όνομα του επιχωρίου επισκόπου ή του επισκόπου στου οποίου τη δικαιοδοσία υπάγεται.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μνήμη