↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μνημοσῠνο-
ονομαστική τὸ μνημόσυνον τὰ μνημόσυν
      γενική τοῦ μνημοσύνου τῶν μνημοσύνων
      δοτική τῷ μνημοσύν τοῖς μνημοσύνοις
    αιτιατική τὸ μνημόσυνον τὰ μνημόσυν
     κλητική ! μνημόσυνον μνημόσυν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μνημοσύνω
γεν-δοτ τοῖν  μνημοσύνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μνημόσυνον' < θέμα μνημο- (όπως μνήμων, γενική μνήμονος) + -συνον, ουδέτερο του -συνος (μνημόσυνος) Δείτε και μνημοσύνη, μνήμη [1] >

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μνημόσυνον, -ου ουδέτερο

  1. ενθύμηση, ανάμνηση
     συνώνυμα: μνημεῖον
  2. υπόμνημα, υπόμνηση

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μνημόσυνο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.