Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροπόνηρος η μικροπόνηρη το μικροπόνηρο
      γενική του μικροπόνηρου της μικροπόνηρης του μικροπόνηρου
    αιτιατική τον μικροπόνηρο τη μικροπόνηρη το μικροπόνηρο
     κλητική μικροπόνηρε μικροπόνηρη μικροπόνηρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροπόνηροι οι μικροπόνηρες τα μικροπόνηρα
      γενική των μικροπόνηρων των μικροπόνηρων των μικροπόνηρων
    αιτιατική τους μικροπόνηρους τις μικροπόνηρες τα μικροπόνηρα
     κλητική μικροπόνηροι μικροπόνηρες μικροπόνηρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροπόνηρος < αρχαία ελληνική μικροπόνηρος. Μορφολογικά αναλύεται σε μικρο- + πονηρός.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.kɾoˈpo.ni.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρο‐πό‐νη‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

μικροπόνηρος, -η, -ο

  • ο πονηρός σε θέματα τα οποία είναι ανάξια αναφοράς, ο κουτοπόνηρος
    ※ Μικροπόνηρη πολιτική είναι εκείνη που συνδυάζει την επίδειξη «εξυπνάδας» με την απόλυτη απουσία στρατηγικής. Μια τέτοια πολιτική μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί επιτυχημένη για ένα χρονικό διάστημα. Μπορεί να οδηγήσει τον χειριστή της και να τον διατηρήσει στην εξουσία για ένα διάστημα, κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες.
    Δημητράκος, Δημήτρης (14 Μαΐου 2019), Η μικροπονηριά στην πολιτική, liberal.gr

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μικροπόνηρος τὸ μικροπόνηρον
      γενική τοῦ/τῆς μικροπονήρου τοῦ μικροπονήρου
      δοτική τῷ/τῇ μικροπονήρ τῷ μικροπονήρ
    αιτιατική τὸν/τὴν μικροπόνηρον τὸ μικροπόνηρον
     κλητική ! μικροπόνηρε μικροπόνηρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μικροπόνηροι τὰ μικροπόνηρ
      γενική τῶν μικροπονήρων τῶν μικροπονήρων
      δοτική τοῖς/ταῖς μικροπονήροις τοῖς μικροπονήροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μικροπονήρους τὰ μικροπόνηρ
     κλητική ! μικροπόνηροι μικροπόνηρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μικροπονήρω τὼ μικροπονήρω
      γεν-δοτ τοῖν μικροπονήροιν τοῖν μικροπονήροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροπόνηρος < μικρο- + πονηρός

  Επίθετο επεξεργασία

μικροπόνηρος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία