κουτοπόνηρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.toˈpo.ni.ɾos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ku.toˈpo.ni.ɾi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ku.toˈpo.ni.ɾo/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίακουτοπόνηρος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κουτοπόνηρος
|