↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουτοπόνηρος η κουτοπόνηρη το κουτοπόνηρο
      γενική του κουτοπόνηρου της κουτοπόνηρης του κουτοπόνηρου
    αιτιατική τον κουτοπόνηρο την κουτοπόνηρη το κουτοπόνηρο
     κλητική κουτοπόνηρε κουτοπόνηρη κουτοπόνηρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουτοπόνηροι οι κουτοπόνηρες τα κουτοπόνηρα
      γενική των κουτοπόνηρων των κουτοπόνηρων των κουτοπόνηρων
    αιτιατική τους κουτοπόνηρους τις κουτοπόνηρες τα κουτοπόνηρα
     κλητική κουτοπόνηροι κουτοπόνηρες κουτοπόνηρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουτοπόνηρος < κουτός + πονηρός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.toˈpo.ni.ɾos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ku.toˈpo.ni.ɾi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ku.toˈpo.ni.ɾo/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

κουτοπόνηρος, -η, -ο

  • που νομίζει ότι είναι ή θέλει να φαίνεται ότι είναι πονηρός, ενώ στην πραγματικότητα είναι κουτός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία