Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουτοπονηριά οι κουτοπονηριές
      γενική της κουτοπονηριάς των κουτοπονηριών
    αιτιατική την κουτοπονηριά τις κουτοπονηριές
     κλητική κουτοπονηριά κουτοπονηριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτοπονηριά < κουτοπόνηρ(ος) + -ιά.[1] Μορφολογικά, κουτο- + πονηριά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.to.po.niɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐το‐πο‐νη‐ριά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουτοπονηριά θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία