κουτοπονηριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουτοπονηριά | οι | κουτοπονηριές |
γενική | της | κουτοπονηριάς | των | κουτοπονηριών |
αιτιατική | την | κουτοπονηριά | τις | κουτοπονηριές |
κλητική | κουτοπονηριά | κουτοπονηριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουτοπονηριά < κουτοπόνηρ(ος) + -ιά.[1] Μορφολογικά, κουτο- + πονηριά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.to.po.niɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐το‐πο‐νη‐ριά
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουτοπονηριά θηλυκό
- η πονηριά του κουτού, η συμπεριφορά του που τείνει να ξεγελάσει τους άλλους
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουτοπονηριά
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κουτοπονηριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας