μικρομεσαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.kɾo.meˈse.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρο‐με‐σαί‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαμικρομεσαίος, -α, -ο
- (οικονομία) που τοποθετείται / κατατάσσεται στα μικρά / ασθενέστερα ή μεσαία κοινωνικά ή οικονομικά στρώματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμικρομεσαίος αρσενικό (θηλυκό μικρομεσαία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικρομεσαίος