μικροαστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροαστός < μικρο- + αστός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική petit-bourgeois)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροαστός αρσενικό
- κάποιος που θα μπορούσε να καταταχθεί στα κατώτερα στρώματα της αστικής τάξης
Συγγενικά επεξεργασία
- μικροαστικός
- → δείτε τις λέξεις μικρός και άστυ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροαστός