μεσοαστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμεσοαστός αρσενικό
- κάποιος που θα μπορούσε να καταταχθεί στα μεσαία στρώματα της αστικής τάξης
Συγγενικά
επεξεργασία- μεσοαστικός
- → δείτε τις λέξεις μέσος και άστυ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσοαστός
|