Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαλοαστός οι μεγαλοαστοί
      γενική του μεγαλοαστού των μεγαλοαστών
    αιτιατική τον μεγαλοαστό τους μεγαλοαστούς
     κλητική μεγαλοαστέ μεγαλοαστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαλοαστός < μεγαλο- + αστός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική grand-bourgeois)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγαλοαστός αρσενικό (θηλυκό μεγαλοαστή)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία