↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεγαλοαστός οι μεγαλοαστοί
      γενική του μεγαλοαστού των μεγαλοαστών
    αιτιατική τον μεγαλοαστό τους μεγαλοαστούς
     κλητική μεγαλοαστέ μεγαλοαστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεγαλοαστός < μεγαλο- + αστός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική grand-bourgeois)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεγαλοαστός αρσενικό (θηλυκό μεγαλοαστή)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία