Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουρζουαζία οι μπουρζουαζίες
      γενική της μπουρζουαζίας των μπουρζουαζιών
    αιτιατική την μπουρζουαζία τις μπουρζουαζίες
     κλητική μπουρζουαζία μπουρζουαζίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουρζουαζία < (λόγιο δάνειο) γαλλική bourgeoisie[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουρζουαζία θηλυκό

  1. η αστική τάξη
  2. η ανώτερη αστική τάξη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία