Ετυμολογία

επεξεργασία
bourgeoisie < borgesie < bourgeois

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /buʁ.ʒwa.zi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bourgeoisie bourgeoisies

bourgeoisie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία