μπουρζουάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουρζουάς < (λόγιο δάνειο) γαλλική bourgeois[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουρζουάς αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ μπουρζουάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας