λογοποιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λογοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λογοποιός < λογο- + -ποιός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλογοποιός αρσενικό
- (ιστορία, αρχαία Ελλάδα) λογογράφος, επαγγελματίας συγγραφέας λόγων
Πηγές
επεξεργασία- λογοποιός — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λογοποιός | οἱ | λογοποιοί |
γενική | τοῦ | λογοποιοῦ | τῶν | λογοποιῶν |
δοτική | τῷ | λογοποιῷ | τοῖς | λογοποιοῖς |
αιτιατική | τὸν | λογοποιόν | τοὺς | λογοποιούς |
κλητική ὦ! | λογοποιέ | λογοποιοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λογοποιώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λογοποιοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλογοποιός αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που γράφει λόγους
- ο επαγγελματίας λογογράφος
- ※ ὁρῶ, ἔφη, τινὰς λογοποιούς, οἳ τοῖς ἰδίοις λόγοις, οἷς αὐτοὶ ποιοῦσιν, οὐκ ἐπίστανται χρῆσθαι, ὥσπερ οἱ λυροποιοὶ ταῖς λύραις, ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα ἄλλοι δυνατοὶ χρῆσθαι οἷς ἐκεῖνοι ἠργάσαντο, οἱ λογοποιεῖν αὐτοὶ ἀδύνατοι· δῆλον οὖν ὅτι καὶ περὶ λόγους χωρὶς ἡ τοῦ ποιεῖν τέχνη καὶ ἡ τοῦ χρῆσθαι (Πλάτων, Ευθύδημος, 289d)
- πεζογράφος
- ιστορικός, ιστοριογράφος
- χρονογράφος
- μυθογράφος
- ο επαγγελματίας λογογράφος
- αυτός που διαδίδει φήμες, ο διαδοσίας
- ※ Ἡ δὲ λογοποιία ἐστὶ σύνθεσις ψευδῶν λόγων καὶ πράξεων, ὧν [πιστεύεσθαι] βούλεται ὁ λογοποιῶν, ὁ δὲ λογοποιὸς τοιοῦτός τις (Θεόφραστος, Χαρακτήρες «ΛΟΓΟΠΟΙΙΑ» Η΄
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις λέγω και ποιέω
Πηγές
επεξεργασία- λογοποιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λογοποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.