Δείτε επίσης: λογογράφος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λογοποιός οι λογοποιοί
      γενική του λογοποιού των λογοποιών
    αιτιατική τον λογοποιό τους λογοποιούς
     κλητική λογοποιέ λογοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λογοποιός < λογο- + -ποιός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογοποιός αρσενικό



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λογοποιός οἱ λογοποιοί
      γενική τοῦ λογοποιοῦ τῶν λογοποιῶν
      δοτική τῷ λογοποι τοῖς λογοποιοῖς
    αιτιατική τὸν λογοποιόν τοὺς λογοποιούς
     κλητική ! λογοποιέ λογοποιοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λογοποιώ
γεν-δοτ τοῖν  λογοποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογοποιός < (λόγος) λογο- + -ποιός (ποιέω / ποιῶ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογοποιός αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που γράφει λόγους
    1. ο επαγγελματίας λογογράφος
      ※  ὁρῶ, ἔφη, τινὰς λογοποιούς, οἳ τοῖς ἰδίοις λόγοις, οἷς αὐτοὶ ποιοῦσιν, οὐκ ἐπίστανται χρῆσθαι, ὥσπερ οἱ λυροποιοὶ ταῖς λύραις, ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα ἄλλοι δυνατοὶ χρῆσθαι οἷς ἐκεῖνοι ἠργάσαντο, οἱ λογοποιεῖν αὐτοὶ ἀδύνατοι· δῆλον οὖν ὅτι καὶ περὶ λόγους χωρὶς ἡ τοῦ ποιεῖν τέχνη καὶ ἡ τοῦ χρῆσθαι (Πλάτων, Ευθύδημος, 289d)
    2. πεζογράφος
    3. ιστορικός, ιστοριογράφος
    4. χρονογράφος
    5. μυθογράφος
  2. αυτός που διαδίδει φήμες, ο διαδοσίας
    ※  Ἡ δὲ λογοποιία ἐστὶ σύνθεσις ψευδῶν λόγων καὶ πράξεων, ὧν [πιστεύεσθαι] βούλεται ὁ λογοποιῶν, ὁ δὲ λογοποιὸς τοιοῦτός τις (Θεόφραστος, Χαρακτήρες «ΛΟΓΟΠΟΙΙΑ» Η΄

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις λέγω και ποιέω