πεζογράφος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πεζογράφος < ελληνιστική κοινή πεζογράφος < αρχαία ελληνική πεζός (< πούς) + γράφω, πεζο- + -γράφος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.zoˈɣɾa.fos/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πεζογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (λογοτεχνία, επάγγελμα) συγγραφέας λογοτεχνικών (ή άλλων) κειμένων σε πεζό λόγο
Επεξεργασία
- πεζογράφημα
- πεζογραφία
- πεζογραφικός
- πεζογραφώ
- → δείτε τις λέξεις πεζός, πόδι και γράφω