πεζογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεζογράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πεζογράφος. Μορφολογικά αναλύεται σε πεζο- + -γράφος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.zoˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεζογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (λογοτεχνία, επάγγελμα) συγγραφέας λογοτεχνικών (ή άλλων) κειμένων σε πεζό λόγο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πεζογράφος
Πηγές
επεξεργασία- πεζογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πεζογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πεζογράφος | οἱ | πεζογράφοι | ||||
γενική | τοῦ | πεζογράφου | τῶν | πεζογράφων | ||||
δοτική | τῷ | πεζογράφῳ | τοῖς | πεζογράφοις | ||||
αιτιατική | τὸν | πεζογράφον | τοὺς | πεζογράφους | ||||
κλητική ὦ! | πεζογράφε | πεζογράφοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεζογράφω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πεζογράφοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπεζογράφος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (λογοτεχνία) πεζογράφος, συγγραφέας
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πεζογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.