πεζογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεζογραφώ < πεζογράφος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαπεζογραφώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πεζογραφώ | πεζογραφούσα | θα πεζογραφώ | να πεζογραφώ | πεζογραφώντας | |
β' ενικ. | πεζογραφείς | πεζογραφούσες | θα πεζογραφείς | να πεζογραφείς | (πεζογράφει) | |
γ' ενικ. | πεζογραφεί | πεζογραφούσε | θα πεζογραφεί | να πεζογραφεί | ||
α' πληθ. | πεζογραφούμε | πεζογραφούσαμε | θα πεζογραφούμε | να πεζογραφούμε | ||
β' πληθ. | πεζογραφείτε | πεζογραφούσατε | θα πεζογραφείτε | να πεζογραφείτε | πεζογραφείτε | |
γ' πληθ. | πεζογραφούν(ε) | πεζογραφούσαν(ε) | θα πεζογραφούν(ε) | να πεζογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πεζογράφησα | θα πεζογραφήσω | να πεζογραφήσω | πεζογραφήσει | ||
β' ενικ. | πεζογράφησες | θα πεζογραφήσεις | να πεζογραφήσεις | πεζογράφησε | ||
γ' ενικ. | πεζογράφησε | θα πεζογραφήσει | να πεζογραφήσει | |||
α' πληθ. | πεζογραφήσαμε | θα πεζογραφήσουμε | να πεζογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | πεζογραφήσατε | θα πεζογραφήσετε | να πεζογραφήσετε | πεζογραφήστε | ||
γ' πληθ. | πεζογράφησαν πεζογραφήσαν(ε) |
θα πεζογραφήσουν(ε) | να πεζογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πεζογραφήσει | είχα πεζογραφήσει | θα έχω πεζογραφήσει | να έχω πεζογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πεζογραφήσει | είχες πεζογραφήσει | θα έχεις πεζογραφήσει | να έχεις πεζογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πεζογραφήσει | είχε πεζογραφήσει | θα έχει πεζογραφήσει | να έχει πεζογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πεζογραφήσει | είχαμε πεζογραφήσει | θα έχουμε πεζογραφήσει | να έχουμε πεζογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πεζογραφήσει | είχατε πεζογραφήσει | θα έχετε πεζογραφήσει | να έχετε πεζογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πεζογραφήσει | είχαν πεζογραφήσει | θα έχουν πεζογραφήσει | να έχουν πεζογραφήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεζογραφώ
|